- καλυπτήρας
- ο (Α καλυπτήρ, -ῆρος) [καλύπτω]το μέσο με το οποίο καλύπτεται κάτι, κάλυμμα, σκέπασμααρχ.1. περίβλημα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα2. επικάλυμμα, επίθεμα, πώμα («ἐπάνω δὲ τῆς θήκης ἐπετίθετο καλυπτὴρ χρυσοῦς», Διόδ.)3. θήκη, θηκάρι4. στον πληθ. οἱ καλυπτῆρεςα) πλίνθοι, κεραμίδιαβ) τα μακριά φτερά τών αρπακτικών πτηνών5. φρ. «τῆς πόλιος καλυπτῆρες» — οι στυλοβάτες τής κοινωνίας, οι ευπατρίδες και πλούσιοι κάτοικοι τής πόλεως, που καλύπτουν επισκιάζουν τους άλλους (Ηρώνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.